- φιλάνθρωπα
- φιλάνθρωπονloving mankindneut nom/voc/acc plφιλάνθρωποςloving mankindneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλάνθρωπ' — φιλάνθρωπα , φιλάνθρωπον loving mankind neut nom/voc/acc pl φιλάνθρωπα , φιλάνθρωπος loving mankind neut nom/voc/acc pl φιλάνθρωπε , φιλάνθρωπος loving mankind masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… … Dictionary of Greek
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Τίταια — Θνητή σύζυγος του Ουρανού στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Είχε 18 γιους και 7 θυγατέρες (Τιτάνες και Τιτανίδες). Μετά τον θάνατό της θεοποιήθηκε με το όνομα Γαία. Φημιζόταν για τα φιλάνθρωπα αισθήματα και τη φρόνησή της. * * * η, ΝΑ μυθ. μία από… … Dictionary of Greek
καλοψυχία — και καλοψυχιά, η (Μ καλοψυχία) [καλόψυχος] η ιδιότητα τού καλόψυχου*, το να έχει κάποιος καλή ψυχή, καλή καρδιά, ευγενικά και φιλάνθρωπα αισθήματα, η καλοκαγαθία, η αγαθότητα μσν. καλή ψυχική διάθεση … Dictionary of Greek
φιλάνθρωπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αγαπάει τους ανθρώπους, φιλάλληλος, αλτρουιστής: Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία είναι φιλάνθρωπη. 2. ο ελεήμονας, ο αγαθοεργός, ο σπλαχνικός: Τον βοήθησαν στην αρρώστια του φιλάνθρωποι πλούσιοι. 3. αυτός που διαπνέεται από … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)